- αλλοτροπία
- αλλοτροπία, η και αλλοτροπισμός, ο(χημ.), η ιδιότητα μερικών στοιχείων να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές (πολυμορφισμός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλλοτροπία — Ιδιότητα που έχουν ορισμένες ουσίες να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας ή πίεσης στις οποίες βρίσκονται. Οι μορφές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική φυσική και χημική συμπεριφορά, σε ειδικές όμως περιπτώσεις… … Dictionary of Greek
αλλοτροπικός — ή, ό [αλλοτροπία] αυτός που έχει σχέση με την αλλοτροπία … Dictionary of Greek
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
αλλότροπος — η, ο (Α ἀλλότροπος, ον) αυτός που εμφανίζεται κατ άλλο τρόπο, ασυνήθιστος, παράδοξος, αλλόκοτος ΙΙ επίρρ. ἀλλοτρόπως με άλλο, με διαφορετικό τρόπο, ποικιλοτρόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τρόπος. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ἀλλοτροπία νεοελλ. αλλοτροπικός,… … Dictionary of Greek